Δεν μπορούσα να παντρευτώ αυτόν τον άντρα. Έτσι, παντρεύτηκα την ντροπή. Δεν εννοώ πως ήξερα τι έκανα, πως εν ψυχρώ άφησα τον Βαργκέν να με πάρει. Μου φαινόταν τότε σαν να άφηνα τον εαυτό μου να πέσει από γκρεμό ή να βύθιζα μαχαίρι στην καρδιά μου. Ήταν σαν αυτοκτονία. Μια πράξη απόγνωσης, κύριε Σμίθσον. Ξέρω πως ήταν σατανικό… βλάσφημο, αλλά δεν ήξερα άλλο τρόπο για να ξεφύγω από αυτό που ήμουν. Αν είχα φύγει από το δωμάτιο και είχα επιστρέψει στης κυρίας Τάλμποτ, και συνέχιζα να είμαι όπως πριν, ξέρω πως τώρα θα ήμουν πραγματικά νεκρή… και από το ίδιο μου το χέρι. Αυτό που με κράτησε ζωντανή είναι η ντροπή μου, η επίγνωση πως είμαι στ’ αλήθεια διαφορετική από τις άλλες γυναίκες. Ποτέ δε θα αποκτήσω παιδιά, σύζυγο και αυτές τις αγνές ευτυχίες που έχουν εκείνες. Και οι άνθρωποι ποτέ δε θα καταλάβουν το λόγο που διέπραξα αυτό το έγκλημα”. Έκανε παύση, σαν να συναισθάνθηκε για πρώτη φορά αυτό που είπε. “Μερικές φορές σχεδόν τους λυπάμαι. Νομίζω πως έχω μια ελευθερία την οποία δεν μπορούν να αντιληφθούν. Καμία προσβολή, καμία κατηγορία δεν μπορεί να με αγγίξει. Γιατί έχω τοποθετήσει τον εαυτό μου πέρα από τα όρια. Δεν είμαι τίποτα, δεν είμαι ούτε καν άνθρωπος πια. Είμαι η πόρνη του Γάλλου υποπλοιάρχου”.
“Η ερωμένη του Γάλλου υποπλοιάρχου” ξεκίνησε από ένα όραμα που είχε ο συγγραφέας το φθινόπωρο του 1966 σε ένα αγρόκτημα στο Λάιμ Ρήτζις. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα η Σάρα Γούντραφ, με την ανεξήγητη για βικτοριανή δεσποσύνη συμπεριφορά, συμπεριλαμβάνεται ήδη στις κλασικές ηρωίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Τζων Φώουλς, στο αρτιότερο τεχνικά έργο του, πέτυχε ταυτόχρονα να πλάσει ένα γοητευτικό ειδύλλιο, να αναβιώσει και να κρίνει με επιστημονική συνέπεια μια ιστορική περίοδο, και να οδηγήσει το μυθιστόρημα σε νέους δρόμους. Στην ιδιαίτερα ευτυχή μεταφορά του βιβλίου στον κινηματογράφο συνέβαλε το σενάριο του Χάρολντ Πίντερ. (Φαίδων Ταμβακάκης)