Μια γυναίκα αναμετριέται με την επώδυνη μνήμη. Καταθέτει σπαράγματα μιας ζωής που πέρασε από την απέραντη γονεϊκή αγάπη και φροντίδα στην μετεμφυλιακή κόλαση της Ελλάδας.
Ένα αγρίμι που έμαθε να αμύνεται και να κρύβεται, αποφάσισε κάποια στιγμή πως ο φόβος δε θα είναι το μέλλον του και αφέθηκε στη γλυκιά λύτρωση του έρωτα.
Μια γυναίκα εξιστορεί προσφυγιά, φυλακή, εκτελέσεις, αγώνα και προδοσία, ελπίδα και απόγνωση, έρωτα και συντροφικότητα, δύναμη και ευαισθησία και πασχίζει να εξηγήσει πώς γίνεται να βάζει κάποιος το δάχτυλό του στη ζωή σου και να την ξεφλουδίζει· να βάζει τα χέρια του μεσ’ στον κόρφο σου, φρουτ, να σου αρπάζει χρόνια.
Μια γυναίκα που λάτρεψε ένα γράμμα της αλφαβήτου επειδή σ’ αυτό είδε τη ζωή που δεν έζησε· μια γυναίκα που δεν αποδέχτηκε ποτέ τη λέξη απεβίωσε για κάποιον που τον εκτέλεσαν.
Έξω δυσκολεύτηκα πολύ. Φτώχεια; Όλη μας η περιουσία καμένη και λεηλατημένη. Να ξεκινάς από το μηδέν του μηδενός. Κυνηγητά; Να μην σ’ αφήνουν να στεριώσεις σε μια δουλειά. Χώρια η τρομοκρατία. Κάθε τόσο η Ασφάλεια, ντάκα ντούκα χτυπούσε την πόρτα μου. Αλλά εγώ πείσμωσα. Πώς βάζουν στ’ άλογα τις παρωπίδες; Να καλυτερέψω τη ζωή μου. Να κερδίσω τα χαμένα. Τρέχοντας ζούσα. Τι; Επειδή αυτοί μας δίκαζαν δέκα φορές σε θάνατο, είχαμε μήπως και δέκα ζωές;
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.