Το θεατρικό έργο Κάσπαρ δεν παρουσιάζει την υπόθεση του Κάσπαρ Χάουζερ όπως είναι στην πραγματικότητα ή όπως ήταν στην πραγματικότητα. Παρουσιάζει τι μπορεί να γίνει με κάποιον. Παρουσιάζει πώς μπορεί κανείς να μάθει να μιλά μέσω της ομιλίας. Το έργο θα μπορούσε να λέγεται και «Γλωσσικά βασανιστήρια». Για την αποτύπωση αυτών των βασανιστηρίων θα ήταν καλό για τη σκηνή που θα ανεβάσει το έργο να τοποθετήσει κάπου πάνω από τη ράμπα ένα είδος μαγικού, ας πούμε, οφθαλμού, ορατού σε κάθε θεατή, που, χωρίς φυσικά να του αποσπά την προσοχή από τα συμβαίνοντα επί σκηνής, να ανοιγοκλείνει ανάλογα με την ένταση της φωνής που μιλά στον Ήρωα, προσπαθώντας να τον πείσει. Όσο πιο μεγάλη αντίσταση προβάλλει ο ήρωας τόσο πιο δυναμική γίνεται η φωνή που του μιλά, και τόσο πιο γρήγορα ανοιγοκλείνει ο «μαγικός οφθαλμός».
Ο Κάσπαρ, που στην αρχή του έργου μπαίνει στη σκηνή βουβός και «όχι συνειδητά υπάρχων» τραβάει στο τέλος την αυλαία σαν ένας άνθρωπος που κατάφερε να κατακτήσει τη γλώσσα και να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού του και της γύρω του κατάστασης· αλλά επίσης, σαν κάποιος που κάνει μια τελευταία προσπάθεια για να ξεφύγει από το καθιερωμένο γλωσσικό και «εν γένει κρατούν» σύστημα ή τουλάχιστον να προβάλει αντίσταση σε αυτό επαναλαμβάνοντας χωρίς κανένα νόημα τις λέξεις «κατσίκες και πίθηκοι». Κι όμως, όταν κλείσει οριστικά η αυλαία, ο Κάσπαρ βρίσκεται εκεί πίσω αδέσμευτος, χωρίς παρελθόν. Προσαρμόστηκε με τη βοήθεια της γλώσσας στην εμπειρία του χώρου και δεν μπορεί πια να τον εγκαταλείψει. «Με την πρώτη μου κιόλας φράση, έπεσα στην παγίδα».
Αυτή είναι η πεμπτουσία του Κάσπαρ αλλά και ο σκεπτικισμός του απέναντι στη γλώσσα.