Το θέμα αυτής της εργασίας είναι η αναπαράσταση και ειδικά η λειτουργία της σαν μεταψυχολογικό στοιχείο και μηχανισμός σε σχέση με την κλινική εμπειρία. Πιο συγκεκριμένα, η θεώρηση ορισμένων της απόψεων αφού, κατά τη γνώμη μου, η αναπαράσταση καλύπτει όλο το φάσμα της λειτουργίας του ψυχικού μηχανισμού. Για να αποφύγω τυχόν σημασιολογικές παρερμηνείες σχετικά με την έννοια της αναπαράστασης (στη φιλοσοφία, στη φιλολογία, στην ψυχολογία κι ακόμα στη θεολογία), συμβουλεύτηκα ορισμένα λεξικά.
Τελικά, το ρήμα αναπαριστώ (representer. Petit Robert 1970, σ. 1527) είναι πιο κοντά στο νόημα της αναπαράστασης (Vorstellung) του Φρόυντ. Δηλαδή: “1. Καθιστώ παρόντα, καθιστώ ευαίσθητο. Εκθέτω, δείχνω. 2. Παρουσιάζω στο πνεύμα (στην έννοια), καθιστώ ευαίσθητο (ένα απόν αντικείμενο, ή μια απούσα έννοια) προκαλώντας την παρουσία της εικόνας τους μέσω ενός άλλου παρόμοιου ή αναλόγου αντικειμένου”.
Πραγματικά, σ’ αυτούς τους ορισμούς αναγνωρίζουμε: την απουσία (έλλειψη), απαραίτητο στοιχείο της ανα-παράστασης· τη μνημονική εικόνα, που παρουσιάζεται στο πνεύμα (έννοια) μέσω ενός άλλου αντικειμένου, όμοιου ή ανάλογου. Δηλαδή, μέσω ενός υποκατάστατου αντικειμένου.
Αυτό που λείπει στις αναλογίες, μεταξύ της αναπαράστασης του Φρόυντ και της του λεξικού, είναι η έννοια του μνημονικού ίχνους, η αιτία και η διάρκεια αυτού του ίχνους καθώς και η επένδυσή του από το συναίσθημα. Λείπει επίσης η βασική, για τον Φρόυντ, διάκριση των δύο επιπέδων της αναπαράστασης: η αναπαράσταση των λέξεων και η αναπαράσταση των πραγμάτων (αυτή η τελευταία ελέγχεται από το σύστημα του ασυνειδήτου, ενώ η πρώτη από το σύστημα συνειδητού – προσυνειδητού).
Για να συμπληρώσω αυτές τις παρατηρήσεις (θεωρήσεις) θα προσθέσω με τους Laplanche και Pontalis (1967) ότι: “Στη συνήθη φροϋδική γλώσσα, η διάκριση μεταξύ μνημονικού ίχνους και της αναπαράστασης, σαν επένδυση του μνημονικού ίχνους, δεν είναι σαφώς τοποθετημένη. Κι αυτό, διότι στη φροϋδική σκέψη είναι δύσκολη η σύλληψη ενός καθαρού μνημονικού ίχνους, δηλαδή μιας αναπαράστασης καθολικά απενδεδυμένης (από το συναίσθημα), τόσο στο ασυνείδητο όσο και στο συνειδητό σύστημα”.
Εν τούτοις αυτή η διάκριση είναι θεμελιώδης για την εξήγηση ορισμένων ψυχοπαθολογικών φαινομένων, στα οποία η αναπαράσταση είναι ελλειμματική έχοντας αποσπαστεί, θα έλεγε κανείς, από τις ιστορικο-συναισθηματικές της πηγές (όπως, π.χ., στη “μηχανιστική σκέψη”). Σ’ αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να τεθεί το ερώτημα κατά πόσο οι αναπαραστάσεις, αυτών που έχουν “μηχανιστική σκέψη” (pensee operatoire), είναι απενδεδυμένες από το ασυνείδητο λόγω της αποκοπής τους από τα μνημονικά ίχνη ή κατά πόσο τα μνημονικά ίχνη ήταν, πρωτογενώς, “αδυνάτως εκτυπωμένα” σαν ένας απλός υποδοχέας φωτογραφικών εικόνων.
Ο Pierre Marty συμφωνεί κατά κάποιο τρόπο μ’ αυτήν την υπόθεση όταν διατείνεται ότι οι μέλλοντες να έχουν “μηχανιστική σκέψη” χαρακτηρίζονται από ένα υπερευαίσθητο και “τεμαχισμένο” ασυνείδητο (μη, ή κακή επικοινωνία μεταξύ πρωτογενούς και δευτερογενούς εξεργασίας).
Από αυτά τα βασικά ερωτήματα απορρέουν οι θεμελιακοί άξονες αυτού του βιβλίου, που προβληματίζεται αρχίζοντας από την έννοια και την κλινική οντότητα του αναφερομένου αντικειμένου (“αναπαράσταση” της αποσύνδεσης) για να καταλήξει, ασυμπτωματικά, βέβαια, στην αναπαράσταση του σημαίνοντος (αναπαράσταση της άπειρης και ανεξάντλητης δυνατότητας ανασύνδεσης).
Δεδομένου ότι τα κεφάλαια αυτού του βιβλίου έχουν την αυτονομία τους, παρουσιάζοντας το καθένα μία από τις πολύπλευρες απόψεις της αναπαράστασης, θα προσπαθήσω, σε μια συμπύκνωση που δεν προδίδει το περιεχόμενο, να επικεντρώσω τις βασικές του έννοιες γύρω από τον βασικό άξονα που, σύμφωνα με τις απόψεις μου, είναι ο φαλλικός άξονας του σημαίνοντος.
Περιεχόμενα
Πρόλογος στο ελληνικό κείμενο
Εισαγωγή
Πρόλογος
I. Η αναπαράσταση του σώματος. Μια τοπογραφική οντότητα
II. Τρόποι παραστάσεως των αναπαραστάσεων
III. Το “αναφερόμενο” αντικείμενο, έλλειψη αναπαράστασης
IV. Το “αναφερόμενο” αντικείμενο, και μια “νέα τοπική” (ψυχοσωματική)
V. Η γραφή, σωματικό πρότυπο της γλώσσας
VI. Ο νεολογισμός: Υπόθεση αυτο-ερωτικής διαστροφής
VII. Αποτυχία του συμβολισμού της μητρικής γλώσσας
VIII. Η μητρική γλώσσα
IX. Εικόνες και/ή αναπαράσταση: περίπτωση
X. Εικόνα, γραφή και ψυχοσεξουαλική εξέλιξη
XI. Η φαλλική αυτο-απεικόνιση στον αυτο-ερωτισμό
XII. Ολοκλήρωση του αντικειμένου: Κεραμική γεωμετρία και ελληνική γραφή
XIII. Σύμβολο, “συμβολία”, αμφιβολία, σημαίνον
XIV. Κλινική εφαρμογή της αναπαράστασης και του συμβολισμού
Βιβλιογραφία
Λεπτομέρειες
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.