Η ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ Η ΔΙΨΑ. Σ’ έναν πρώτο εφιάλτη ο Ζαν ξαναγυρίζει σ’ ένα ετοιμόρροπο διαμέρισμα που κατοικούσε πριν από πολύ καιρό. Η γυναίκα του φαντάζεται πως τώρα πια θα ζήσουν ευτυχισμένοι. Μια ξεχασμένη, όμως, αγωνία κάνει τον Ζακ να φοβηθεί πως αυτό το ισόγειο θα γίνει ο τάφος του.
Στον δεύτερο εφιάλτη βρίσκεται πάνω στις βουνοκορφές της ελπίδας του. Ο αέρας είναι καθαρός. Η ζωή και η ευτυχία μοιάζουν σαν να αγγίζουν μια αιωνιότητα. Αλλά ο Ζαν δεν μοιάζει λυτρωμένος και στο τέλος ακόμη και ο ουρανός μοιάζει αδιέξοδο. Απομένει ένα είδος καταχθόνιου μοναστηριού, όπου ο ήρωας βρίσκει κατά τύχη καταφύγιο στον τρίτο και τελευταίο του εφιάλτη. Στην αρχή του τον παρουσιάσουν σαν τόπο γαλήνης αλλά στο τέλος οι μοναχοί τον βασανίζουν αναγκάζοντάς τον να υπηρετήσει την κοινότητα.
Το ηθικό δίδαγμα του έργου είναι «δεν έχει σούπα για τους δογματικούς». Ο ήρωας γυρεύει να ξεφύγει από τις άθλιες συνθήκες της ζωής του. Στο τέλος συνθηκολογεί, ισοπεδώνεται, καταποντίζεται μες στη σούπα.
Η ΦΑΛΑΚΡΗ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ. Οι διάλογοι του χειρογράφου, που εντούτοις είχαν αντιγραφεί σωστά, μπερδεύτηκαν. Αναντίρρητες αλήθειες ανακατεύτηκαν. Τα πρόσωπα του έργου πάσχουν από αμνησία. Ένας πυροσβέστης διηγείται απίθανες ιστορίες. Οι στοιχειώδεις λογικές αλήθειες που ανταλλάσσονται στους διαλόγους φτάνουν στα όρια της τρέλας.