Όταν διηγείται η Σιμόν Σινιορέ είναι συναρπαστική και αστείρευτη. Οι ώρες, οι μέρες περνούν δίχως να τις καταλαβαίνεις. Καθόμαστε σε κύκλο πάνω στο χαλί, γύρω από τη θεότητα μαγνητόφωνο, σαν πιστοί γονατισμένοι μπροστά στο είδωλό τους. Τι φλύαρη σιωπή! Δεν ακούμε καν τα παγάκια να κουδουνίζουν μέσα στα ποτήρια. Αντιλαμβανόμαστε ξαφνικά πως μέσα στο τζάκι τρίζει μια φωτιά που την έχει μυστηριωδώς ανάψει το καλό πνεύμα του σπιτιού…
Να το λοιπόν επιτέλους, το βιβλίο αυτό που δεν το πιστεύαμε πια, που μόνο η Σιμόν, ίσως, δεν είχε πάψει ποτέ να το πιστεύει, και που ανάγκασε τον εαυτό της να το αποτελειώσει, δίχως υποχρέωση, αλλά όχι δίχως δισταγμούς, απλώς επειδή το είχε υποσχεθεί. Τη βοήθησαν το θαυμάσιο μνημονικό της και η τεράστια εμπειρία της –που θα γοητέψουν τον αναγνώστη– αλλά δεν παρέκλινε ποτέ από κείνη την ακρίβεια και κείνη τη διαύγεια που κάνουν καμιά φορά τόσο κακό…