Με τον Ιερώνυμο ντε Μπιουτ αποχαιρετηθήκαμε με την ίδια αλλόκοτη χειρονομία -το πιάσιμο του αγκώνα- προτού βρω την ευκαιρία να ρωτήσω για τη Λύντια κάτι περισσότερο από ένα βιαστικό “Τι κάνει η Λύντια;” και “Μένει ακόμα στο Λονδίνο;” και να πάρω μονολεκτικές απαντήσεις: “Καλά” και “Ναι”. Και χωρίσαμε προτού αποφασίσω αν ήθελα να τον ξαναδώ, ή να ζητήσω τουλάχιστον τον αριθμό του τηλεφώνου του· προτού μαντέψω αν ήθελε να ξαναϊδωθούμε εκείνος.
Δεν πήγα στο Πάρκο· άλλωστε, είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει. Αγγλικό καλοκαίρι: αρχίζει στο τέλος Ιουλίου, τελειώνει στην αρχή Αυγούστου. Στράφηκα προς τα βόρεια και περπάτησα με γρήγορο βήμα μέχρι το σπίτι· όταν έκλεισα πίσω μου την πόρτα, δεν ηξερα αν η ταχυκαρδία οφειλόταν στο περπάτημα ή στην αναστάτωση που μου είχε προκαλέσει η συνάντηση με τον Ιερώνυμο. Όπως και να είχε, έγραψα αυτό το βιβλίο, το τέταρτο της ζωής μου (το τρίτο βρίσκεται ακόμα στο συρτάρι· δεν θέλησα να το εκδώσω· ίσως εξηγήσω αργότερα το γιατί· ίσως και να μην εξηγήσω): πάντως, σε τούτο εδώ το βιβλίο -που μοιάζει με μυθιστόρημα αλλά δεν είναι· είναι το χρονικό της ζωής μας- πρωταγωνιστούν ο Ιερώνυμος ντε Μπιουτ, η Λύντια ντε Μπιουτ κι εγώ. Επίσης, η Κλαίρη ντε Μπιουτ, η μικρή μου αδερφή Μπέθανυ και ο τρελός μου πατέρας Ρόναλντ Ρ. Σταμπς, που το σωτήριο έτος 1930 μετανάστευσε στην Ανατολική Αφρική για να καλλιεργήσει χρυσάνθεμα.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.