Αν ο Ευριπίδης στη Μήδειά του απεικονίζει ανυπέρβλητα σε πόση αγριότητα μπορεί να φτάσει μια γυναίκα που την απαρνήθηκε ο άντρας της, ο Ανούιγ στη δική του Μήδεια φωτίζει έναν άλλον Ιάσονα· όχι την ψυχρή, υπολογιστική και υποκριτική πλευρά που φωτίζει ο Ευριπίδης, αλλά μια άλλη που έχει σχέση με εκείνο που λέγεται προδομένη εφηβεία, με εκείνο που λέγεται χαμένη μαγεία του κόσμου. Μολονότι ο Ανούιγ διατηρεί και αυτός σε μεγάλο βαθμό, αν όχι υπερτονίζει τις ψυχικές ιδιότητες της Μήδειας, με την τρικυμισμένη ψυχή, με την αγριότητα και την τρομερή ζήλια της, στη διαγραφή του χαρακτήρα του Ιάσονα επιστρατεύει όλη την τρυφερότητα και όλη τη στοργή που του απέμειναν.
Ούτε η Ιεζάβελ του μύθου ούτε του Ανούιγ μετανοεί. Ακολουθεί τη μοίρα της· αυτή τη μοίρα που τελικά αποδεικνύεται ο ίδιος της ο εαυτός, εγκαταλειμμένη ακόμη και από τον ίδιο της τον γιο, που μαζί του τη συνδέει συναισθηματικά μια σαφώς ερωτική έλξη. Πάνω σ’ αυτή την έλξη, πάνω σ’ αυτό το καθαρά οιδιπόδειο σύμπλεγμα, θα συνθέσει ο Ανούιγ μια αξεπέραστη ψυχογραφία.