Στην αυγή του 20ού στην Κωνσταντινούπολη η Ρεβέκκα μάς οδηγεί διά μέσου Ασίας, Ευρώπης και Αμερικής σε μια παθιασμένη αναζήτηση της ελευθερίας.
«…Την επόμενη Παρασκευή από τότε που γύρισα, ανακάλυψα πηγαίνοντας στο χαμάμ μια καινούρια οικειότητα ανάμεσα στη μητέρα μου και στη μεγάλη της κόρη. Ήταν δύο φίλες τώρα, που άλειφαν το σώμα τους με θεραπευτικά λάδια, ανάμεσα στη συνηθισμένη παρέα από τις γυναίκες της αυλής, τις συγγενείς και τις γειτόνισσες, σχεδόν όλες πληθωρικές, έτσι όπως τις ήθελαν ο σύζυγος και η παράδοση.
»Στο μπάνιο, όπως και παντού, μέναμε μεταξύ μας. Οι μουσουλμάνες πλένονταν την Πέμπτη, οι Εβραίες την Παρασκευή και οι χριστιανές το Σάββατο. Οι ορθόδοξες και οι καθολικές, χωρίς αμφιβολία, μοιράζονταν τις ώρες για ν’ αποφεύγουν να συναντιούνται. Οι Αρμένισσες έπρεπε ακόμα κι εκεί ν’ απομονώνονται…
»Το είχα ήδη παρατηρήσει τις μέρες της μπουγάδας. Το νερό έχει τη δύναμη να λύνει τις γλώσσες. Στο χαμάμ οι συζητήσεις ενθαρρύνονταν. Αυτές οι ώρες της γύμνιας, της υγρής αδερφικότητας, όπου η όραση ήταν θολωμένη από τον ατμό και η ακοή οξυμένη από την αντήχηση, μετέτρεπαν αυτές τις χοντροκομμένες γυναικάρες σε θηλυκά γελαστά και σκανδαλιάρικα. Η δυστροπία εξαφανιζόταν. Οι πόνοι έλιωναν κάτω από τα αμοιβαία μασάζ. Οι μητέρες μας ικανοποιούσαν την ανάγκη τους για τρυφερότητα. Αποδεχόμενες το βλέμμα των συντροφισσών τους πάνω στο γυμνό τους κορμί, αποδέχονταν το ίδιο τους το κορμί, δηλαδή τη ζωή τους…»