Ο “Χειμώνας στη Λισσαβώνα” είναι ταυτόχρονα ένας φόρος τιμής στον αμερικανικό “νουάρ” κινηματογράφο (και τις λογοτεχνικές του καταβολές) και στον κόσμο της τζαζ. Όμως, πάνω απ’ όλα, είναι μια ιστορία έρωτα και μυστηρίου που εκτυλίσσεται μεταξύ Σαν Σεμπαστιάν και Λισσαβώνας, σε ανώνυμα δωμάτια ξενοδοχείων, σε νυχτερινά κέντρα και σε σοκάκια κακόφημων συνοικιών.
Το μυθιστόρημα αυτό, που τιμήθηκε με το Βραβείο των Κριτικών και το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Ισπανίας, επιβεβαιώνει τη λογοτεχνική αξία του Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα και τον καθιερώνει ως έναν από τους κορυφαίους σύγχρονους Ισπανούς πεζογράφους.
Ο χειμώνας στη Λισσαβώνα εκτυλίσσεται κυρίως μεταξύ Μαδρίτης, Σαν Σεμπαστιάν και Λισσαβώνας, σε απρόσωπα δωμάτια ξενοδοχείων, στο ημίφως νυχτερινών κέντρων, στα σοκάκια γοτθικών συνοικιών, κάποια βροχερά συνήθως βράδια. Δύο από τους βασικούς ήρωες του συγγραφέα είναι μουσικοί της τζαζ, κι αυτό το είδος μουσικής μοιάζει να παίρνει σάρκα και οστά, να ηχεί στ’ αυτιά του αναγνώστη και να τον συνοδεύει, σ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου, σαν υπόκρουση κινηματογραφικής ταινίας. Λέει ο Μολίνα: “Οι μουσικοί της τζαζ μ’ ενδιαφέρουν πολύ, γιατί είναι οι μεγάλοι καταραμένοι καλλιτέχνες του εικοστού αιώνα. Η μουσική τους βαδίζει στην κόψη του ξυραφιού, όπως και η καλή λογοτεχνία”. Ο ίδιος δέχεται ότι έχει επηρεαστεί σαφώς από τον Αλφρεντ Χίτσκοκ: “Ο Χίτσκοκ σε διδάσκει ν’ αφηγείσαι, ν’ αρθρώνεις μια ιστορία, σε μαθαίνει πού και πότε πρέπει ν’ αφήνεις την ένταση να καταλαγιάζει”. Ωστόσο, παρά τη διάχυτη ατμόσφαιρα του “νουάρ”, Ο χειμώνας στη Λισσαβώνα δεν ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία μυθιστορήματος. Είναι, πάνω απ’ όλα, μια ερωτική ιστορία. Εμπεριέχει ένα στοιχείο πάθους, που, όπως πολύ εύστοχα γράφτηκε, την κάνει εθιστική – ένα στοιχείο έρωτα για τον έρωτα. (Από τον πρόλογο της έκδοσης)