Όλους τους είχαν δέσει με το ίδιο σκοινί, και τους δυνατούς και τους αδύνατους.
Ο Σάσα Παγκράτοφ ζούσε σε μια χώρα δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων που τραγουδούσε, ούρλιαζε, καταριόταν τους επινοημένους εχθρούς της και δόξαζε τους δημίους της. Το κοπάδι τρέχει ασυγκράτητο – όποιος βραδύνει το βήμα του θα τον τσαλαπατήσουν, όποιος σταματήσει θα τον λιώσουν. Πρέπει να τρέχει κανείς μπροστά και να ουρλιάζει όσο αντέχει το λαρύγγι του, με όση δύναμη έχουν τα πλεμόνια του, γιατί όποιος σωπαίνει θα δοκιμάσει τον τιμωρό βούρδουλα – δεν επιτρέπεται να ξεχωρίσεις σε τίποτα, πρέπει να τσαλαπατάς ανελέητα εκείνους που έπεσαν, να ξεκόβεις απ όποιον έπιασε το λάσο.
Και να ουρλιάζεις, να ουρλιάζεις για να πνίξεις μέσα σου το φόβο – τα νικηφόρα εμβατήρια και τα μαχητικά κι αισιόδοξα τραγούδια είν ακριβώς αυτό το ουρλιαχτό.