Αχ, νησάκι μας, με τα μύρια σου ονόματα. Πετρολούλουδο, που σε νανουρίζουν τα κύματα, δίπλα στην παραλία. Ομορφιές και ιστορίες πεθαμένες, που τις λέει και το τραγούδι:
“- Μονεμβασιά, τα κάστρα σου, τους πύργους, τα παλάτια σου.
Μονεμβασιά, ποιος τα ‘χτισε και τώρα σε παράτησε;
– Βυζαντινοί τα χτίσανε, με αίμα τα ποτίσανε
περήφανοι και τρομεροί ήταν του κάστρου μου φρουροί…”
Τούτος ο χιλιοτραγουδισμένος βράχος, ο θεόκτιστος, στάθηκε η ρίζα της γενιάς μας. Από τους καιρούς των τελευταίων Παλαιολόγων, των Βενετών και της Τουρκοκρατίας, τότε που ο τόπος μας γνώρισε πολλά μεγαλεία, υπήρχαν, λένε, εδώ οι Ρίτσοι.
Είχαν έλθει κυνηγημένοι από την Κρήτη. Πότε ακριβώς; Δεν το μάθαμε. Με τον καιρό έγιναν φαμελιές και σόγια ολόκληρα. Δύσκολα να ξεχωρίσεις τον έναν από τον άλλον, χωρίς το πατρικό τους: ο Θοδωράκης Ρίτσος του Γιάννη, ο Ελευθέριος Ρίτσος του Ποτάκη.
Στην επανάσταση του 1821 ήταν πολλοί από το σόι μας που πολέμησαν για την ελευθερία της πατρίδας. Το είχαμε τιμή κι υπερηφάνεια. Ως τις αρχές του αιώνα μας, δύο τα παλιά τζάκια, που είχαν απομείνει στη Μονεβάσια. Οι Ρίτσοι με μεγάλη κτηματική περιουσία και επιρροή στα πολιτικά πράγματα, κι οι Καπιτσήνηδες, βενετσιάνικης καταγωγής, εμπορευόμενοι με περιουσία σε ρευστό.