Ο συγγραφέας Τζον Κουτσί, μακαρίτης πια, είναι το αντικείμενο βιβλίου που σκοπεύει να γράψει ένας νεαρός άγγλος βιογράφος. Στόχος του είναι να επικεντρωθεί στην περίοδο 1972-77, όταν ο τριαντάρης τότε Κουτσί ζούσε με τον χήρο πατέρα του σ’ ένα μίζερο σπιτάκι σε προάστιο του Κέιπ Τάουν. Κατά τον βιογράφο είναι η περίοδος που ο Κουτσί «έκανε τα πρώτα του βήματα ως συγγραφέας».
Χωρίς να έχει γνωρίσει τον Κουτσί, ο επίδοξος βιογράφος οργανώνει μια σειρά συνεντεύξεων με πρόσωπα που υπήρξαν σημαντικά στη ζωή του συγγραφέα – με μια παντρεμένη με την οποία είχε δεσμό, με την αγαπημένη του εξαδέλφη, τη Μάργκο, με μια βραζιλιάνα χορεύτρια, στην κόρη της οποίας έκανε μαθήματα αγγλικών, με παλιούς φίλους και συνεργάτες του. Από τις μαρτυρίες τους προκύπτει ένα πορτρέτο του νεαρού Κουτσί ως ανθρώπου αδέξιου, δύσκαμπτου στις προσωπικές και κοινωνικές επαφές, φανατικού λάτρη των βιβλίων. Η ευρύτερη οικογένειά του τον βλέπει σαν το μαύρο της πρόβατο, σαν κάποιον που προσπάθησε να δραπετεύσει από τα όρια της φυλής και τώρα επιστρέφει φρονηματισμένος. Στη Νότιο Αφρική της εποχής εκείνης η εμμονή του με τη χειρωνακτική εργασία, τα μακριά του μαλλιά, τα γένια του, οι φήμες ότι γράφει ποιήματα εγείρουν αποκλειστικά και μόνον υποψίες.
Άλλοτε σπαρακτικό, συχνά απρόβλεπτα αστείο, το Θέρος μας παρουσιάζει έναν μεγάλο συγγραφέα εν ώρα προθέρμανσης, λίγο πριν κατευθυνθεί πλησίστιος στον στόχο του.